- μισοάνθρωπος
- μισοάνθρωπος και μισάνθρωπος, ὁ (Μ)(για σάτυρο) αυτός που από τη μέση και πάνω είναι άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο)-* + ἄνθρωπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek
μισάνθρωπος — (I) η, ο (ΑΜ μισάνθρωπος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που θεωρεί τους ανθρώπους εχθρούς και τους μισεί νεοελλ. αυτός που επιδεικνύει συστηματικά παθολογική αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω τής αποστροφής που αισθάνεται για τους ανθρώπους αρχ.… … Dictionary of Greek